- συνεκκαλεομαι
- συνεκκαλέομαισυν-εκκᾰλέομαιодновременно вызывать, возбуждать
(τινα πρός τι Polyb.; τέν ὄρεξιν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινα πρός τι Polyb.; τέν ὄρεξιν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκκαλουμένων — συνεκκαλέομαι call out pres part mp fem gen pl (attic epic doric) συνεκκαλέομαι call out pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκαλεῖσθαι — συνεκκαλέομαι call out pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκαλεῖται — συνεκκαλέομαι call out pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)